σολοικισμούς

σολοικισμούς
σολοικισμός
incorrectness in the use of language
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σόλοικος — η, ο / σόλοικος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που διαπράττει σολοικισμούς κατά τη χρήση τής γλώσσας 2. (για κείμενο ή λόγο) αυτός που παρουσιάζει σολοικισμούς, συντακτικά κυρίως λάθη νεοελλ. 1. ανάρμοστος, απρεπής 2. αυτός που δεν ταιριάζει σε μια …   Dictionary of Greek

  • ασολοίκιστος — ἀσολοίκιστος, ον (Μ) [σολοικίζω] ο χωρίς σολοικισμούς, χωρίς λάθη …   Dictionary of Greek

  • ασόλοικος — ἀσόλοικος, ον (Α) [σόλοικος] 1. ο μη βάρβαρος, ο πολιτισμένος 2. (για παιδιά) ο φιλόκαλος, ο ευπρεπής 3. (για κρέας) σκέτο, χωρίς καρυκεύματα 4. σωστός, χωρίς σολοικισμούς …   Dictionary of Greek

  • μιξοσόλοικος — και μειξοσόλοικος, η, ον αυτός που έχει αναμιχθεί με σολοικισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + σόλοικος* (πρβλ. υπο σόλοικος). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • σολοικίζω — ΝΑ μιλώ ή γράφω εσφαλμένα, ιδίως κατά τη σύνταξη, κάνω σολοικισμούς αρχ. 1. κάνω ανοησίες 2. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, φέρομαι ανάγωγα 3. φρ. «Περὶ σολοικιζόντων λόγων» τίτλος πραγματείας τού Χρυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σολοικίζω έχει προέλθει από… …   Dictionary of Greek

  • σολοικιστής — ο, ΝΑ, και θηλ. σολοικίστρια Ν [σολοικίζω] αυτός που διαπράττει σολοικισμούς στον προφορικό ή στον γραπτό λόγο αρχ. ως κύριο όν. Σολοικιστής τίτλος διαλόγου τού Λουκιανού …   Dictionary of Greek

  • Βατάτζης, Βασίλειος — (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1693 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική. Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον σάχη της Μπουχάρας Ναντίρ, που τον διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Πετρούπολη.… …   Dictionary of Greek

  • Χαρίτων — I Συγγραφέας του 2ου αι. π.Χ., από την Αφροδισιάδα της Κύπρου. Έγραψε το πρώτο μυθιστόρημα στην ελληνική φιλολογία: Τα κατά Χαιρέαν και Καλλιρόην. Την υπόθεσή του δανείστηκε από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αλλά λείπει από τα έργα εντελώς, η πλοκή …   Dictionary of Greek

  • σολοικισμός — ο συντακτικό λάθος: Διέπραξε στην ομιλία του πολλούς σολοικισμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”